- απτώχευτος
- κ. αφτώχευτος -η, -ο (Μ ἀπτώχευτος, -ον)1. αυτός που δεν έχει περιέλθει σε πτώχευση, που δεν έχει εκπέσει οικονομικά2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να πτωχεύσειμσν.όποιος δεν έχει δοκιμάσει φτώχεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.